Ο βαφέας της βράκας, αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα, που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την παραδοσιακή φορεσιά. Η διάρκεια ζωής του επαγγέλματος, κρίθηκε καθοριστικά από τη εξέλιξη της ενδυμασίας και τη σταδιακή αντικατάσταση της βράκας, από το παντελόνι.
Η τέχνη βαψίματος της βράκας, ήταν γνωστή και σε ορισμένους από τους κατοίκους της Λινούς. Οι βαφείς της Λινούς, ενασχολήθηκαν κυρίως με το βάψιμο των βρακών των συγχωριανών τους. Το βάψιμο της βράκας απαιτούσε το πέρασμα μέσα από μια σειρά από στάδια, τα οποία για να πραγματοποιηθούν, χρειάζονταν συνολικά μια βδομάδα.
Προτού αρχίσει η διαδικασία βαφής της βράκας, πρωταρχικά έπλεναν καλά το ύφασμα της βράκας και έπειτα το χτυπούσαν με ένα κομμάτι ξύλινης πλάκας, γνωστή ως «φαούτα». Οι βράκες έπρεπε να «φαουτιστούν», ώστε να ανοίξουν οι ίνες του υφάσματος και να απορροφηθεί με ευκολία, αφενός το νερό, υπεύθυνο για την αφαίρεση των ακαθαρσιών και αφετέρου οι βαφικές ουσίες.
Οι βράκες τοποθετούνταν μέσα σε καζάνια, τα οποία περιείχαν εκχυλίσματα από διάφορα είδη ρόδων. Οι βράκες έπρεπε για δυο περίπου ώρες, να ζεσταίνονται στο καζάνι και αμέσως μετά να μεταφερθούν σ’ ένα αγγείο, γνωστό με το όνομα «ταάριν». Σ’ αυτό το αγγείο, οι βράκες έπρεπε να παραμείνουν για ένα ολόκληρο βράδυ ή διαφορετικά για οχτώ με δώδεκα ώρες.
To επόμενο πρωινό, οι βράκες ξεπλένονταν καλά και στη συνέχεια απλώνονταν στον ήλιο, για να στεγνώσουν. (Πριν απλωθούν ο βαφέας έβαζε ένα νούμερο στη βράκα, για να ξέρει ποιός ήταν ο ιδιοκτήτης της.) Το ίδιο βράδυ τοποθετούνταν πάλι στο πιθάρι, στο οποίο αυτή τη φορά υπήρχε διάλυμα «καλαγκαθιού» μ’ άλλα λόγια διάλυμα «θεϊκού σιδήρου». Μ’ αυτό τον τρόπο, αρχικά οι βράκες έπαιρναν ένα βαθύ γκρι χρώμα. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν άλλες δύο με τρεις φορές, με τη μοναδική διαφορά πως μετά το ξέπλυμα και το στέγνωμα στον ήλιο τοποθετούνταν σε πιθάρι, στο οποίο δεν υπήρχε μόνο «καλαγκάθι», αλλά και εκχύλισμα από ροδοπέταλα. Στο συνδυασμό του «καλαγκαθιού» και του εκχυλίσματος από φύλλα ρόδων, όφειλαν οι βράκες το μαύρο τους χρώμα. Όσα περισσότερα ήταν τα βουτήγματα της βράκας στο πιο πάνω μείγμα, τόσο πιο βαθύ ήταν το μαύρο χρώμα της.
Μετά από την πιο πάνω διαδικασία, όταν οι βράκες έπαιρναν το επιθυμητό μαύρο χρώμα, τότε τις έστυβαν δυνατά, ώστε να αποστραγγιστούν εντελώς. Έπειτα τις έπλεναν καλά με καθαρό νερό, τις χτυπούσαν δυνατά ή αλλιώς τις «φαούτιζαν» και τέλος τις άπλωναν να στεγνώσουν. Η τελική διαδικασία, απαιτούσε τη σχολαστικότητα του βαφέα, εφόσον έπρεπε να σταθεροποιήσει το χρώμα, σε σημείο που να μην ξεβάφει στο σώμα του πελάτη.
Το κόστος της βράκας υπολογιζόταν από το βάρος του υφάσματός της, προτού να τύχει επεξεργασίας από το βαφέα. Οι κάτοικοι της Λινούς, αγόραζαν καινούριες βράκες κατά την περίοδο κυρίως σημαντικών γεγονότων, όπως κατά την περίοδο των εορτών του Πάσχα. Η οικονομική ευρωστία του κάθε κατοίκου, μετριόταν και από τη δυνατότητά του, ν’ ανανεώνει την ενδυμασία του.
Η τύχη των βαφέων της Λινούς, κρίθηκε καθοριστικά με την τάση της μόδας της δεκαετίας του’50, που επέβαλε τη χρήση των παντελονιών. Η τέχνη της βαφής της βράκας από τους κατοίκους της Λινούς, σταδιακά εγκαταλείφθηκε, εφόσον δεν θα μπορούσε πλέον να είναι προσοδοφόρα.
Πηγή: Ιωάννης Ιωνάς, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001 |